Η Ελλάδα Ξυπνάει!!!(Διαδώστε το)
Ή δική µου ανάπαυση γεννιέται άπό τήν ανάπαυση τοϋ άλλου
- Αν, Γέροντα, κάποιος δέν έχη γευθή τήν χαρά της θυσίας, πώς µπορεί νά φθάση στην θυσία;- Άν έρθη στην θέση τού άλλου. Όταν ήµουν στον στρατό, συχνά το πολυβολείο ήταν γεµάτο νερό· στον ασύρµατο οι µπαταρίες ήθελαν αλλαγή - 120 Λουκ. 21,4 καί ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν φορτωµένη ή γραµµή.
Βρεχόµουν µέχρι την µέση· ή χλαίνη έσταζε. Προτιµούσα όµως να κάνω µόνος µου την δουλειά, για να µην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι, καί χαιρόµουν πού τό έκανα. Ό διοικητής µου έλεγε:«Είµαι αναπαυµένος καί ήσυχος, όταν κάνης εσύ τήν δουλειά, άλλα σε λυπάµαι.Πες σε κάποιον άλλον νά πάη». «Όχι, χαίροµαι, κύριε διοικητά», τοϋ έλεγα.
Στην διλοχία ήταν ακόµη ένας ασυρµατιστής, αλλά δέν τόν άφηνα στις επιχειρήσεις νά κουβαλήση ούτε τήν µπαταρία ούτε τόν ασύρµατο, αν καί ήταν βαριά, γιά νά µή βρεθή σε
κίνδυνο. Με παρακαλούσε εκείνος: «Γιατί δέν µού τά δίνεις;». «Έσύ έχειςγυναίκα καί παιδιά, τού έλεγα. "Αν σκοτώσουν εσένα, θά δώσω λόγο στον Θεό». Έτσι ό Θεός µας φύλαξε καί τους δύο· δέν άφησε νά σκοτωθή ούτε εκείνος ούτεέγώ.Προτιµότερο είναι γιά έναν ευαίσθητο άνθρωπο νά σκοτωθή ό ίδιος µιά φορά άπό αγάπη, γιά νά προστατέψη τόν πλησίον του, παρά νά άµελήση ή νά δειλιάση, καί ύστερα νά σφάζεται συνέχεια άπό τήν
συνείδηση του σ' όλη του τήν ζωή. Μιά φορά, στον ανταρτοπόλεµο, τότε µέ τις επιχειρήσεις, οι αντάρτεςµάς είχαν αποκλείσει έξω άπό ένα χωριό καί οί στρατιώτες θά
έρριχναν κλήρο,ποιος θά πάη στο χωριό γιά εφόδια. «Θά πάω έγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος ή απρόσεκτος, µπορεί καί νά σκοτωνόταν καί θά µέ έτυπτε µετά ή συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, νά σκοτωθώ έγώ, παρά νά σκοτωθή ό άλλος καί νά µέ σκοτώνη ή συνείδηση µου σέ όλη µου τήν ζωή. Πώς θ' αντέξω µετά; Θά µού λέη ή συνείδηση µου: "Μπορούσες νά τόν γλυτώσης· γιατί δέν τόν γλύτωσες;"». Νήστευα κιόλας καί ήµουν νηστικός..., τέλος πάντων. Όποτε µού λέει ό διοικητής: «Καί έγώ προτιµώ νά
πάς έσύ πού πιάνεις πουλιά στον αέρα, άλλα νά τρως, γιά νά έχης αντοχή». Πήρα τό όπλο καί ξεκίνησα. Οί αντάρτες µέ πέρασαν γιά δικό τους καί µέ άφησαν νά περάσω. Πήγα στο
χωριό, ανέβηκα σέ ένα διώροφο σπίτι. Μιά γριά πού ήταν έκεϊ µου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στην διλοχία.Την µεγαλύτερη χαρά την ένιωθα τον χειµώνα, εκεί µέσα στα
χιόνια. Θυµάµαι,ξύπνησα ενα βράδυ· οι άλλοι κοιµόνταν. Το χιόνι είχε σκεπάσει τις σκηνές. Πάω,πιάνω τον ασύρµατο και βγάζω τό χιόνι από τις τρύπες τοϋ ασυρµάτου· βλέπω
δούλευε. Τρέχω στον διοικητή και τοϋ τό λέω. Εκείνο τό βράδυ είκοσι έξι ρυοπαγηµένους έβγαλα µέσα άπό τό χιόνι µέ τον κασµά. Έγώ δεν έκανα τίποτε γιά τον Χριστό. Αν τό
100% άπό οσα έκανα στον στρατό τό έκανα γιά τον Χριστό, τώρα θά έκανα θαύµατα! Γι' αυτό µετά στην καλογερική έλεγα:«Στον στρατό, γιά την πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο,
γιά τον Χριστό τί κάνω;».∆ηλαδή µπροστά στην ταλαιπωρία πού πέρασα στον στρατό, στην καλογερική αισθανόµουν σάν νά ήµουν βασιλόπουλο - άσχετα αν είχα ή δεν είχα
παξιµάδι.Γιατί στις επιχειρήσεις ξέρεις τί νηστεία κάναµε; Τρώγαµε σπυρωτό χιόνι. Οί άλλοι έτρεχαν, έβρισκαν και κάτι νά φάνε. Έγώ µέ τον ασύρµατο δεν µπορούσα νά
µετακινηθώ. Μιά φορά δεκατρείς µέρες ήµασταν νηστικοί. Μόνο µιά κουραµάνα και µισή ρέγγα µάς είχαν µοιράσει. Νερό έπινα άπό τις πατηµασιές τών ζώων. Και δεν ήταν και
καθαρό βρόχινο άλλα λασπωµένο. Είχα πιει µιά... πορτοκαλλάδα µιά φορά! Είχα σκάσει γιά νερό. Είδα µιά πατηµασιά ζώου γεµάτη κίτρινο νερό, ήπια-ήπια... Όποτε µετά στην καλογερική, ακόµη και ζούδια νά είχε τό νερό, µοϋ φαινόταν µεγάλη ευλογία. Έµοιαζε τουλάχιστον µέ νερό.
Μιά φορά, ενα απόγευµα, είχε κοπή ή έρπουσα γραµµή. Ήταν ∆εκέµβρης µήναςτοϋ 1948. Τό χιόνι πολύ. Στις 4 ή ώρα τό απόγευµα έρχεται διαταγή νά πάµε στο χωριό, δυο ώρες
µακριά, νά φτιάξουµε τήν γραµµή και νά γυρίσουµε πίσω. Έντω µεταξύ δεν είχε ακόµη ούτε δυο ώρες µέρα. Οί στρατιώτες ήταν σκοτωµένοι.... στην κούραση και δέν είχαν κουράγιο νά ξεκινήσουν. Και πού νά βρής τήν γραµµή µέ τόσο χιόνι!
- ∆εν ξέρατε, Γέροντα, τον δρόµο και που ήταν ή γραµµή;
- Έ, περίπου τόν δρόµο τόν ήξερα, άλλα Θα µας έπιανε και ή νύχτα.
Τέλος πάντων, µου έδωσαν µια οµάδα καί ξεκινήσαµε. Στην αρχή ανοίξαµε µέσα στο στρατόπεδο µε το φτυάρι τόν δρόµο από το χιόνι, και έτσι προχωρήσαµε λίγο,για να αναπαύσουµε τόν διοικητή. Μετά λέω: «Προχωράµε, γιατί πρέπει καί νά γυρίσουµε». Πήγαινα µπροστά, γιατί οι άλλοι ήταν όλο αντίδραση. «Ή Ελλάδα ποτέ δέν πεθαίνει, άλλα πεθαίνουµε εµείς», µοϋ έλεγαν. Συνέχεια αυτό!
Προχωρούσα, βούλιαζα µέσα στο χιόνι, µε τραβούσαν επάνω· ξαναβούλιαζα, µέ ξανατραβούσαν. Είχα καί ένα ξίφος καί το κάρφωνα κάτω, γιά νά κάνω γείωση.Συνέχεια έπρεπε νά ελέγχω. Έµπαινα µπροστά. «Προχωρήστε, τους έλεγα· άπό'δώ δέν περνούν ζώα, γιά νά κόψουν τήν γραµµή. Μόνο σε κανένα λάκκο πού ή γραµµή είναι εναέριος, έκεϊ νά ελέγξουµε». Τελικά φθάσαµε σε ενα χωριό πού είχε πεζούλια καί, καθώς το χιόνι είχε στοιβαχθή άπό τόν αέρα, δέν ξεχώριζες τίποτε. Όταν φθάσαµε στά πεζούλια, πέφτω µέσα στο χιόνι. Τρόµαξαν νά µέβγάλουν οι άλλοι. "Υστερα σιγά-σιγά άπό το ένα πεζούλι στο άλλο κατεβήκαµεόλοι - µήν τά ρωτάς πώς! - αργά το βράδυ στο χωριό. Βρήκα σε κάτι λάκκους σέ ένα-δυό µέρη τήν γραµµή κρεµασµένη, τήν συνδέσαµε καί µπορέσαµε νά
επικοινωνήσουµε µέ τόν διοικητή. «Νά γυρίστε πίσω», µας λέει ό διοικητής."Αλλά πώς νά γυρίσουµε; Έκτος πού ήταν νύχτα, πώς νά ανεβούµε τά πεζούλια; Κουτρουβάλα τά είχαµε κατεβή! Πού νά βρής δρόµο; «Μά έτσι στον ανήφορο, πώς νά γυρίσουµε; τού λέω. Στον κατήφορο τέλος πάντων, κατεβήκαµε! Νά γυρίσουµε αύριο το πρωί άπό τήν άλλη µεριά τού χωριού κάνοντας τόν γύρο».«Τίποτε, λέει ό διοικητής, απόψε». Ευτυχώς άκουσε ένας υπασπιστής τόν διοικητή καί τόν παρακάλεσε νά µας άφήση νά µείνουµε τήν νύχτα στό χωριό,καί έτσι µείναµε. Σε ένα σπίτι µας έδωσαν δυό-τρεϊς τσέργες 121 και, επειδή είχα πουντιάσει - όπως έµπαινα µπροστά καί άνοιγα τά χιόνια, είχα γίνει τελείως µούσκεµα -, οι άλλοι µέ λυπήθηκαν, γιατί κατά κάποιο τρόπο τήν πλήρωσα εγώ πού τραβούσα µπροστά, καί µέ έβαλαν στην µέση, γιά νά ζεσταθώ. Τότε είχαµε φάει µόνον ένα κοµµάτι κουραµάνα.
Μεγαλύτερη χαρά δέν θυµάµαι νά έχω νιώσει στην ζωή µου.
Αναγκάσθηκα νά σας πώ αυτά τά παραδείγµατα, γιά νά καταλάβετε τί θά πη θυσία. ∆έν σάς τά είπα όλα αυτά, γιά νά µέ χειροκροτήσετε,άλλα γιά νά καταλάβετε άπό πού βγαίνει ή πραγµατική χαρά!!(κρητικος)